σπερματικούς

σπερματικούς
σπερματικός
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ПЛОТИН —     ПЛОТИН (Πλωτῖνος) (204/5, Ликополь, Египет 270 н. э., Минтурне, Италия), греческий философ платоник, называемый обычно основателем неоплатонизма.     ЖИЗНЬ. Единственный достоверный источник сведений о П. «Жизнь Плотина», написанная его… …   Античная философия

  • προτέρανδρος — ο, Ν βοτ. ερμαφρόδιτο άνθος που οι στήμονές του ωριμάζουν πριν από τους σπερματικούς του βλαστούς, αλλ. πρώτανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterandrous < πρότερος + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)] …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σπερματολιθίαση — η, Ν ιατρ. ο σχηματισμός λίθων στους σπερματικούς πόρους ή στις σπερματοδόχες κύστεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματόλιθος + κατάλ. ίαση] …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

  • όσχεο — το (Α ὄσχεον) ανατ. σακοειδής θύλακος που περιέχει τους όρχεις με τις επιδιδυμίδες και τους σπερματικούς τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὄσχη* (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”